χρυσόπλεκτος

χρυσόπλεκτος
και χρυσόπλεχτος, -η, -ο, Ν
πλεγμένος με χρυσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσοπλέκω. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1815 στον Χριστ. Περραιβό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… …   Dictionary of Greek

  • χρυσόπλοκος — ον, ΜΑ, και χρυσεόπλοκος Α χρυσόπλεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσεο / χρυσ(ο) * + πλοκός (< πλέκω), πρβλ. σιδηρό πλοκος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”